Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βᾶτε
βατέω
βατηρίη
βατιᾱ́
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βατός
βάτος
βάτος
βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
View word page
βατράχειος
βατράχειοςονadjβάτραχος of or associated with frogsneut.pl.sb.frog-green dyesAr.

ShortDef

of or belonging to a frog

Debugging

Headword:
βατράχειος
Headword (normalized):
βατράχειος
Headword (normalized/stripped):
βατραχειος
IDX:
7352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7353
Key:
βατράχειος

Data

{'headword_display': '<b>βατράχειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βατράχειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάτραχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>of or associated with frogs</Def><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>frog-green dyes</Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'βατράχειος'}