Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βάταλος
βᾶτε
βατέω
βατηρίη
βατιᾱ́
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βατός
βάτος
βάτος
βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
View word page
βάτος2
βάτος2ουm batha Hebrew liquid measureNT.

ShortDef

a bramble-bush
fish
Hebr. measure, bath

Debugging

Headword:
βάτος
Headword (normalized):
βάτος
Headword (normalized/stripped):
βατος
IDX:
7351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7352
Key:
βάτος_2

Data

{'headword_display': '<b>βάτος</b><sup>2</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>βάτος<Hm>2</Hm></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr><ital>bath</ital><Expl>a Hebrew liquid measure</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βάτος_2'}