Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
Βάταλος
βᾶτε
βατέω
βατηρίη
βατιᾱ́
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βατός
βάτος
βάτος
βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
View word page
βατο-δρόπος
βατοδρόποςουmβάτος1δρέπω clearer of brambleshHom.

ShortDef

pulling berries off

Debugging

Headword:
βατοδρόπος
Headword (normalized):
βατοδρόπος
Headword (normalized/stripped):
βατοδροπος
IDX:
7348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7349
Key:
βατοδρόπος

Data

{'headword_display': '<b>βατο-δρόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βατο<hyph/>δρόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βάτος<Hm>1</Hm></Ref><Ref>δρέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>clearer of brambles</Tr><Au>hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βατοδρόπος'}