Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βᾶσσα
Βασσαρίδες
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
Βάταλος
βᾶτε
βατέω
βατηρίη
βατιᾱ́
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βατός
βάτος
βάτος
βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
View word page
βατιδο-σκόπος
βατιδοσκόποςονadjβατίςσκοπέω of Harpieslooking out for skateto eatAr.

ShortDef

looking after skates

Debugging

Headword:
βατιδοσκόπος
Headword (normalized):
βατιδοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
βατιδοσκοπος
IDX:
7346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7347
Key:
βατιδοσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>βατιδο-σκόπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βατιδο<hyph/>σκόπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βατίς</Ref><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Harpies</Indic><Tr>looking out for skate<Expl>to eat</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βατιδοσκόπος'}