Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάσκω
βᾱ́σομαι
βᾶσσα
Βασσαρίδες
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
Βάταλος
βᾶτε
βατέω
βατηρίη
βατιᾱ́
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βατός
βάτος
βάτος
βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
View word page
βατηρίη
βατηρίηIon.fseeβακτηρίᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βατηρίη
Headword (normalized):
βατηρίη
Headword (normalized/stripped):
βατηριη
IDX:
7344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7345
Key:
βατηρίη

Data

{'headword_display': '<b>βατηρίη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βατηρίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>βακτηρίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βατηρίη'}