Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανίᾱ
βάσκανος
βασκᾶς
βάσκω
βᾱ́σομαι
βᾶσσα
Βασσαρίδες
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
Βάταλος
βᾶτε
βατέω
βατηρίη
βατιᾱ́
View word page
βᾱ́σομαι
βᾱ́σομαι
dial.fut.
see
βαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βᾱ́σομαι
Headword (normalized):
βᾱ́σομαι
Headword (normalized/stripped):
βασομαι
IDX:
7335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7336
Key:
βᾱ́σομαι
Data
{'headword_display': '<b>βᾱ́σομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>βᾱ́σομαι<LblR>dial.fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βᾱ́σομαι'}