Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκῑ́πων
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσυμφορώτατος
βαρυσφάραγος
βαρυταρβής
βαρύτης
βαρύτῑμος
βαρύτλᾱτος
βαρύτονος
βαρύφθογγος
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρύφωνος
βαρύψῡχος
βᾱ́ς
βασανίζω
βασανιστέος
βασανιστής
View word page
βαρύ-τλᾱτος
βαρύ-τλᾱτοςονdial.adjτλητός of a misfortunehard to endureB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρύτλᾱτος
Headword (normalized):
βαρύτλᾱτος
Headword (normalized/stripped):
βαρυτλατος
IDX:
7298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7299
Key:
βαρύτλᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>βαρύ-τλᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρύ-τλᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>τλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a misfortune</Indic><Tr>hard to endure</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρύτλᾱτος'}