Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκῑ́πων
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσυμφορώτατος
βαρυσφάραγος
βαρυταρβής
βαρύτης
βαρύτῑμος
βαρύτλᾱτος
βαρύτονος
βαρύφθογγος
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρύφωνος
βαρύψῡχος
βᾱ́ς
View word page
βαρυ-ταρβής
βαρυ-ταρβήςέςadjτάρβος of the sound of a drumdeep and terrifyingA.fr.

ShortDef

terrifying

Debugging

Headword:
βαρυταρβής
Headword (normalized):
βαρυταρβής
Headword (normalized/stripped):
βαρυταρβης
IDX:
7295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7296
Key:
βαρυταρβής

Data

{'headword_display': '<b>βαρυ-ταρβής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρυ-ταρβής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τάρβος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sound of a drum</Indic><Tr>deep and terrifying</Tr><Au>A.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρυταρβής'}