Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυόπᾱς
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκῑ́πων
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσυμφορώτατος
βαρυσφάραγος
βαρυταρβής
βαρύτης
βαρύτῑμος
βαρύτλᾱτος
βαρύτονος
βαρύφθογγος
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρύφωνος
View word page
βαρυ-συμφορώτατος
βαρυ-συμφορώτατοςη ονsuperl.adjσυμφορᾱ́ of a manof most grievous misfortuneHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρυσυμφορώτατος
Headword (normalized):
βαρυσυμφορώτατος
Headword (normalized/stripped):
βαρυσυμφορωτατος
IDX:
7293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7294
Key:
βαρυσυμφορώτατος

Data

{'headword_display': '<b>βαρυ-συμφορώτατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρυ-συμφορώτατος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>superl.adj</PS><Ety><Ref>συμφορᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>of most grievous misfortune</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρυσυμφορώτατος'}