Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρύκτυπος
βαρύλογος
βαρύμηνις
βαρῡ́νω
βαρυόπᾱς
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκῑ́πων
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσυμφορώτατος
βαρυσφάραγος
βαρυταρβής
βαρύτης
βαρύτῑμος
βαρύτλᾱτος
βαρύτονος
View word page
βαρυ-σίδηρος
βαρυ-σίδηροςονadj of a kind of swordof heavy ironPlu.

ShortDef

heavy with iron

Debugging

Headword:
βαρυσίδηρος
Headword (normalized):
βαρυσίδηρος
Headword (normalized/stripped):
βαρυσιδηρος
IDX:
7289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7290
Key:
βαρυσίδηρος

Data

{'headword_display': '<b>βαρυ-σίδηρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρυ-σίδηρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a kind of sword</Indic><Tr>of heavy iron</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρυσίδηρος'}