Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύλογος
βαρύμηνις
βαρῡ́νω
βαρυόπᾱς
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκῑ́πων
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσυμφορώτατος
βαρυσφάραγος
βαρυταρβής
βαρύτης
βαρύτῑμος
View word page
βαρύ-ποτμος
βαρύ-ποτμοςονadjπότμος of personsill-fatedS. E. Plu. of misfortunescalamitousS. E.

ShortDef

grievous

Debugging

Headword:
βαρύποτμος
Headword (normalized):
βαρύποτμος
Headword (normalized/stripped):
βαρυποτμος
IDX:
7287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7288
Key:
βαρύποτμος

Data

{'headword_display': '<b>βαρύ-ποτμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρύ-ποτμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πότμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>ill-fated</Tr><Au>S. E. Plu.</Au></aS1> <aS1><Indic>of misfortunes</Indic><Tr>calamitous</Tr><Au>S. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρύποτμος'}