Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρύθῡμος
βαρύθω
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύλογος
βαρύμηνις
βαρῡ́νω
βαρυόπᾱς
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκῑ́πων
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσυμφορώτατος
βαρυσφάραγος
βαρυταρβής
View word page
βαρυ-πενθής
βαρυ-πενθήςέςadjπένθος of battlesheavy with griefB.

ShortDef

causing grievous woe

Debugging

Headword:
βαρυπενθής
Headword (normalized):
βαρυπενθής
Headword (normalized/stripped):
βαρυπενθης
IDX:
7285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7286
Key:
βαρυπενθής

Data

{'headword_display': '<b>βαρυ-πενθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρυ-πενθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πένθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of battles</Indic><Tr>heavy with grief</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρυπενθής'}