Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
βαρύθῡμος
βαρύθω
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύλογος
βαρύμηνις
βαρῡ́νω
βαρυόπᾱς
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
βαρύς
View word page
βαρύ-κοτος
βαρύ-κοτοςονadjκότος of Erinyesoppressive in rancourA.

ShortDef

heavy in wrath

Debugging

Headword:
βαρύκοτος
Headword (normalized):
βαρύκοτος
Headword (normalized/stripped):
βαρυκοτος
IDX:
7278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7279
Key:
βαρύκοτος

Data

{'headword_display': '<b>βαρύ-κοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρύ-κοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κότος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>oppressive in rancour</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρύκοτος'}