Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
βαρύθῡμος
βαρύθω
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύλογος
βαρύμηνις
βαρῡ́νω
βαρυόπᾱς
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπετής
βαρύποτμος
View word page
βαρύ-κομπος
βαρύ-κομποςονadjκόμπος of lionsloud-roaringPi.

ShortDef

loud-roaring

Debugging

Headword:
βαρύκομπος
Headword (normalized):
βαρύκομπος
Headword (normalized/stripped):
βαρυκομπος
IDX:
7277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7278
Key:
βαρύκομπος

Data

{'headword_display': '<b>βαρύ-κομπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρύ-κομπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lions</Indic><Tr>loud-roaring</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρύκομπος'}