Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγούνατος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
βαρύθῡμος
βαρύθω
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύλογος
View word page
βαρυ-δότειρα
βαρυ-δότειραᾱςfδοτήρ grievous bestowerref. to FateA.

ShortDef

giver of ill gifts

Debugging

Headword:
βαρυδότειρα
Headword (normalized):
βαρυδότειρα
Headword (normalized/stripped):
βαρυδοτειρα
IDX:
7270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7271
Key:
βαρυδότειρα

Data

{'headword_display': '<b>βαρυ-δότειρα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαρυ-δότειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δοτήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>grievous bestower<Expl>ref. to Fate</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαρυδότειρα'}