Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγούνατος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
βαρύθῡμος
βαρύθω
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
View word page
βαρύ-δικος
βαρύ-δικοςονadjδίκη of a punishmentof hefty justiceA.

ShortDef

taking heavy vengeance

Debugging

Headword:
βαρύδικος
Headword (normalized):
βαρύδικος
Headword (normalized/stripped):
βαρυδικος
IDX:
7269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7270
Key:
βαρύδικος

Data

{'headword_display': '<b>βαρύ-δικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρύ-δικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a punishment</Indic><Tr>of hefty justice</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρύδικος'}