Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγούνατος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
βαρύθῡμος
βαρύθω
βαρύκομπος
View word page
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαιμονίᾱᾱςf lucklessness, wretchednessAntipho Lys.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρυδαιμονίᾱ
Headword (normalized):
βαρυδαιμονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
βαρυδαιμονια
IDX:
7267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7268
Key:
βαρυδαιμονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>βαρυδαιμονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαρυδαιμονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>lucklessness, wretchedness</Tr><Au>Antipho Lys.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαρυδαιμονίᾱ'}