Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάρος
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγούνατος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
βαρύθῡμος
βαρύθω
View word page
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονέωcontr.vbβαρυδαίμων of youthshave miserable luckin chariot-racingAr.

ShortDef

to be grievously unlucky

Debugging

Headword:
βαρυδαιμονέω
Headword (normalized):
βαρυδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
βαρυδαιμονεω
IDX:
7266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7267
Key:
βαρυδαιμονέω

Data

{'headword_display': '<b>βαρυδαιμονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βαρυδαιμονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βαρυδαίμων</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of youths</Indic><Tr>have miserable luck<Expl>in chariot-racing</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βαρυδαιμονέω'}