Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βᾶρις
βάρμος
βάρος
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγούνατος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
βαρυθῡμίᾱ
View word page
βαρύγδουπος
βαρύγδουποςadjsee βαρύδουπος

ShortDef

loud-thundering, loud-roaring

Debugging

Headword:
βαρύγδουπος
Headword (normalized):
βαρύγδουπος
Headword (normalized/stripped):
βαρυγδουπος
IDX:
7264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7265
Key:
βαρύγδουπος

Data

{'headword_display': '<b>βαρύγδουπος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βαρύγδουπος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see <Ref>βαρύδουπος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βαρύγδουπος'}