Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαρέως
βᾶρις
βάρμος
βάρος
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγούνατος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονίᾱ
βαρυδαίμων
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύθροος
βαρυθῡμέομαι
View word page
βαρυ-βρώς
βαρυ-βρώςῶτοςmasc.fem.adjβιβρώσκω of diseasecruelly devouringS.

ShortDef

gnawing, corroding

Debugging

Headword:
βαρυβρώς
Headword (normalized):
βαρυβρώς
Headword (normalized/stripped):
βαρυβρως
IDX:
7263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7264
Key:
βαρυβρώς

Data

{'headword_display': '<b>βαρυ-βρώς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαρυ-βρώς</HL><Infl>ῶτος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>βιβρώσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of disease</Indic><Tr>cruelly devouring</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαρυβρώς'}