Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βαρέως
βᾶρις
βάρμος
βάρος
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
βαρυβρεμέτᾱς
View word page
βάρδιστος
βάρδιστος
ep. and dial.superl.adj.
βαρδύτερος
dial.compar.adj.
see
βραδύς
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάρδιστος
Headword (normalized):
βάρδιστος
Headword (normalized/stripped):
βαρδιστος
IDX:
7251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7252
Key:
βάρδιστος
Data
{'headword_display': '<b>βάρδιστος</b>', 'content': '<XE><RefFm>βάρδιστος<LblR>ep. and dial.superl.adj.</LblR></RefFm><RefFm>βαρδύτερος<LblR>dial.compar.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βραδύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βάρδιστος'}