Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βαρέως
βᾶρις
βάρμος
βάρος
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυᾱχής
βαρυβόᾱς
View word page
βάρβιτος
βάρβιτοςουm.or perh. f.loanwd., reltd.βάρμος long-armed bowl lyrelyreB.fr. E. Ar. Arist. Theoc.

ShortDef

a musical instrument of many strings

Debugging

Headword:
βάρβιτος
Headword (normalized):
βάρβιτος
Headword (normalized/stripped):
βαρβιτος
IDX:
7250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7251
Key:
βάρβιτος

Data

{'headword_display': '<b>βάρβιτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βάρβιτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.<Expl>or perh. f.</Expl></PS><Ety>loanwd., reltd.<Ref>βάρμος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>long-armed bowl lyre</Def><nS2><Tr>lyre</Tr><Au>B.<Wk>fr.</Wk> E. Ar. Arist. Theoc.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'βάρβιτος'}