Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βαρέως
βᾶρις
βάρμος
βάρος
View word page
βαρβαρισμός
βαρβαρισμόςοῦmβαρβαρίζω foreign pronunciationPlu.unintelligible languagegibberishArist.

ShortDef

barbarism

Debugging

Headword:
βαρβαρισμός
Headword (normalized):
βαρβαρισμός
Headword (normalized/stripped):
βαρβαρισμος
IDX:
7246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7247
Key:
βαρβαρισμός

Data

{'headword_display': '<b>βαρβαρισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαρβαρισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βαρβαρίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>foreign pronunciation</Tr><Au>Plu.</Au></nS1><nS1><Def>unintelligible language</Def><Tr>gibberish</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαρβαρισμός'}