Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βαρέως
View word page
βαραθρώδης
βαραθρώδηςεςadjof a placechasm-like, cavernousPlu.

ShortDef

like a pit

Debugging

Headword:
βαραθρώδης
Headword (normalized):
βαραθρώδης
Headword (normalized/stripped):
βαραθρωδης
IDX:
7243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7244
Key:
βαραθρώδης

Data

{'headword_display': '<b>βαραθρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαραθρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a place</Indic><Tr>chasm-like, cavernous</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαραθρώδης'}