Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
View word page
βαπτιστής
βαπτιστήςοῦm one who baptisesbaptistref. to JohnNT.

ShortDef

one that dips: a baptizer

Debugging

Headword:
βαπτιστής
Headword (normalized):
βαπτιστής
Headword (normalized/stripped):
βαπτιστης
IDX:
7239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7240
Key:
βαπτιστής

Data

{'headword_display': '<b>βαπτιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαπτιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who baptises</Def><Tr>baptist<Expl>ref. to John</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαπτιστής'}