Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάμμα
βάν
βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
View word page
βάπτισμα
βάπτισμαατοςn baptismNT.

ShortDef

baptism

Debugging

Headword:
βάπτισμα
Headword (normalized):
βάπτισμα
Headword (normalized/stripped):
βαπτισμα
IDX:
7237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7238
Key:
βάπτισμα

Data

{'headword_display': '<b>βάπτισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βάπτισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>baptism</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βάπτισμα'}