Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
βᾶμεν
βάμμα
βάν
βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
βαρβαρίζω
View word page
βάξῃς
βάξῃς
2sg.aor.subj.
see
βάζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάξῃς
Headword (normalized):
βάξῃς
Headword (normalized/stripped):
βαξης
IDX:
7234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7235
Key:
βάξῃς
Data
{'headword_display': '<b>βάξῃς</b>', 'content': '<XE><RefFm>βάξῃς<LblR>2sg.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βάξῃς'}