Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
βᾶμεν
βάμμα
βάν
βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βαραθρώδης
View word page
βαναυσουργίᾱ
βαναυσουργίᾱᾱςfἔργον manual workPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαναυσουργίᾱ
Headword (normalized):
βαναυσουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
βαναυσουργια
IDX:
7233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7234
Key:
βαναυσουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>βαναυσουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαναυσουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>manual work</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαναυσουργίᾱ'}