Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
βᾶμεν
βάμμα
βάν
βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
View word page
βανᾱ́
βανᾱ́Boeot.fseeγυνή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βανᾱ́
Headword (normalized):
βανᾱ́
Headword (normalized/stripped):
βανα
IDX:
7229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7230
Key:
βανᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>βανᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βανᾱ́</HL><PS>Boeot.f</PS></HG><XR>see<Ref>γυνή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βανᾱ́'}