Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
βᾶμεν
βάμμα
βάν
βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
View word page
βάμμα
βάμμαατοςnβάπτω dyeAr. Pl.

ShortDef

that in which a thing is dipped, dye

Debugging

Headword:
βάμμα
Headword (normalized):
βάμμα
Headword (normalized/stripped):
βαμμα
IDX:
7227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7228
Key:
βάμμα

Data

{'headword_display': '<b>βάμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βάμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>βάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dye</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βάμμα'}