Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
βᾶμεν
βάμμα
βάν
βανᾱ́
βαναυσίᾱ
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργίᾱ
βάξῃς
βάξις
View word page
βαμβαλύζω
βαμβαλύζωvbapp.reltd.βαμβαίνω of a personshiverfr. cold, fearHippon. Iamb.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαμβαλύζω
Headword (normalized):
βαμβαλύζω
Headword (normalized/stripped):
βαμβαλυζω
IDX:
7225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7226
Key:
βαμβαλύζω

Data

{'headword_display': '<b>βαμβαλύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βαμβαλύζω</HL><PS>vb</PS><Ety>app.reltd.<Ref>βαμβαίνω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a person</Indic><Tr>shiver<Expl>fr. cold, fear</Expl></Tr><Au>Hippon. Iamb.adesp.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βαμβαλύζω'}