Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
βᾶμεν
βάμμα
βάν
βανᾱ́
View word page
βᾱλός
βᾱλόςdial.mseeβηλός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βᾱλός
Headword (normalized):
βᾱλός
Headword (normalized/stripped):
βαλος
IDX:
7219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7220
Key:
βᾱλός

Data

{'headword_display': '<b>βᾱλός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βᾱλός</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>βηλός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βᾱλός'}