Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
βαμβαλύζω
View word page
βαλλαντιο-τόμος
βαλλαντιοτόμοςουmτέμνω cutpurse, pickpocketsts. as a general term of abuseAr. Pl. Aeschin.

ShortDef

a cut-purse

Debugging

Headword:
βαλλαντιοτόμος
Headword (normalized):
βαλλαντιοτόμος
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιοτομος
IDX:
7215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7216
Key:
βαλλαντιοτόμος

Data

{'headword_display': '<b>βαλλαντιο-τόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαλλαντιο<hyph/>τόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cutpurse, pickpocket<Expl>sts. as a general term of abuse</Expl></Tr><Au>Ar. Pl. Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαλλαντιοτόμος'}