Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβαλιαστύς
View word page
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτομέωcontr.vbβαλλαντιοτόμος be a cutpursepickpocketPl. X.

ShortDef

to cut purses

Debugging

Headword:
βαλλαντιοτομέω
Headword (normalized):
βαλλαντιοτομέω
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιοτομεω
IDX:
7214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7215
Key:
βαλλαντιοτομέω

Data

{'headword_display': '<b>βαλλαντιοτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βαλλαντιοτομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βαλλαντιοτόμος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a cutpurse<or/>pickpocket</Tr><Au>Pl. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βαλλαντιοτομέω'}