Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
βᾶμα
βαμβαίνω
View word page
βαλλάντιον
βαλλάντιονorβαλάντιονουn bag or pouchfor carrying moneypurseAr. Pl. X. Thphr. NT. Plu.

ShortDef

a bag, pouch, purse

Debugging

Headword:
βαλλάντιον
Headword (normalized):
βαλλάντιον
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιον
IDX:
7213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7214
Key:
βαλλάντιον

Data

{'headword_display': '<b>βαλλάντιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαλλάντιον<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>βαλάντιον</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>bag or pouch<Expl>for carrying money</Expl></Def><Tr>purse</Tr><Au>Ar. Pl. X. Thphr. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαλλάντιον'}