Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
βαλῶ
View word page
βαλήν
βαλήνmseeβαλλήν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλήν
Headword (normalized):
βαλήν
Headword (normalized/stripped):
βαλην
IDX:
7211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7212
Key:
βαλήν

Data

{'headword_display': '<b>βαλήν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βαλήν</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>βαλλήν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βαλήν'}