Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
βᾱλός
βάλσαμον
View word page
βάλε
βάλεaor.2 imperatv.βαλεῖνaor.2 inf.seeβάλλω

ShortDef

O that! would God!

Debugging

Headword:
βάλε
Headword (normalized):
βάλε
Headword (normalized/stripped):
βαλε
IDX:
7210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7211
Key:
βάλε

Data

{'headword_display': '<b>βάλε</b>', 'content': '<XE><RefFm>βάλε<LblR>aor.2 imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>βαλεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βάλε'}