Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαλανεῖον
βαλανείτης
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλήν
Βαλληνάδε
βάλλω
View word page
βαλανωτός
βαλανωτόςή όνadj of a door-barboltedParm.of a doorX.

ShortDef

fastened with a βάλανος (ΙΙ.4)

Debugging

Headword:
βαλανωτός
Headword (normalized):
βαλανωτός
Headword (normalized/stripped):
βαλανωτος
IDX:
7208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7209
Key:
βαλανωτός

Data

{'headword_display': '<b>βαλανωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαλανωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a door-bar</Indic><Tr>bolted</Tr><Au>Parm.</Au><aS2><Indic>of a door</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'βαλανωτός'}