Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βακχιώτᾱς
βάκχος
Βακχυλίδης
βαλανάγρᾱ
βαλανεῖον
βαλανείτης
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
View word page
βαλανη-φόρος
βαλανηφόροςονadjφέρω of a palmdate-bearingHdt.

ShortDef

bearing dates

Debugging

Headword:
βαλανηφόρος
Headword (normalized):
βαλανηφόρος
Headword (normalized/stripped):
βαλανηφορος
IDX:
7204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7205
Key:
βαλανηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>βαλανη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαλανη<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a palm</Indic><Tr>date-bearing</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαλανηφόρος'}