Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βακχίς
βακχιώτᾱς
βάκχος
Βακχυλίδης
βαλανάγρᾱ
βαλανεῖον
βαλανείτης
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
βαλιός
βαλλάντιον
View word page
βαλανη-φάγος
βαλανηφάγοςονadjβάλανοςφαγεῖν acorn-eatingHdt.oracle Plu.

ShortDef

acorn-eating

Debugging

Headword:
βαλανηφάγος
Headword (normalized):
βαλανηφάγος
Headword (normalized/stripped):
βαλανηφαγος
IDX:
7203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7204
Key:
βαλανηφάγος

Data

{'headword_display': '<b>βαλανη-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαλανη<hyph/>φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάλανος</Ref><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>acorn-eating</Tr><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR> Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαλανηφάγος'}