Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βακχικός
βάκχιος
βακχίς
βακχιώτᾱς
βάκχος
Βακχυλίδης
βαλανάγρᾱ
βαλανεῖον
βαλανείτης
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βάλανος
βαλανόω
βαλάντιον
βαλανωτός
βαλβῑ́ς
βάλε
βαλήν
View word page
βαλανευτικός
βαλανευτικόςή όνadj fem.sb.art of the bath-house attendantPl.

ShortDef

of or for baths

Debugging

Headword:
βαλανευτικός
Headword (normalized):
βαλανευτικός
Headword (normalized/stripped):
βαλανευτικος
IDX:
7201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7202
Key:
βαλανευτικός

Data

{'headword_display': '<b>βαλανευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαλανευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of the bath-house attendant</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'βαλανευτικός'}