Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάκχᾱ
βακχάζω
βακχάω
βακχέβακχος
βακχείᾱ
βακχεῖος
βακχεύματα
Βακχεύς
βακχεύσιμος
βάκχευσις
βακχευτικός
βακχεύω
βάκχη
βακχίᾱ
Βακχιάδαι
βακχιάζω
βακχικός
βάκχιος
βακχίς
βακχιώτᾱς
βάκχος
View word page
βακχευτικός
βακχευτικόςή όνadj of a persondisposed to Bacchic behaviourArist.

ShortDef

disposed to Bacchic revels

Debugging

Headword:
βακχευτικός
Headword (normalized):
βακχευτικός
Headword (normalized/stripped):
βακχευτικος
IDX:
7185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7186
Key:
βακχευτικός

Data

{'headword_display': '<b>βακχευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βακχευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>disposed to Bacchic behaviour</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βακχευτικός'}