Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
βαιός
βαίτη
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρίᾱ
βακτήριον
Βάκτρα
βακτρεύματα
βάκτρον
βάκχᾱ
βακχάζω
βακχάω
βακχέβακχος
βακχείᾱ
βακχεῖος
βακχεύματα
View word page
βακτήριον
βακτήριονουn stick, walking-stickAr.

ShortDef

staff, cane

Debugging

Headword:
βακτήριον
Headword (normalized):
βακτήριον
Headword (normalized/stripped):
βακτηριον
IDX:
7171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7172
Key:
βακτήριον

Data

{'headword_display': '<b>βακτήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βακτήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>stick, walking-stick</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βακτήριον'}