Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
βαιός
βαίτη
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρίᾱ
View word page
βαθυ-χαίτης
βαθυχαίτηςουadjχαίτη of a personwith thicklong hairHes.

ShortDef

with deep, thick hair, Hes

Debugging

Headword:
βαθυχαίτης
Headword (normalized):
βαθυχαίτης
Headword (normalized/stripped):
βαθυχαιτης
IDX:
7160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7161
Key:
βαθυχαίτης

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-χαίτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>χαίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χαίτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>with thick<or/>long hair</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυχαίτης'}