Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
βαιός
βαίτη
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
View word page
βαθύ-φυλλος
βαθύφυλλοςονadjφύλλον of a plane treethick with leavesMosch.

ShortDef

thick-leafed

Debugging

Headword:
βαθύφυλλος
Headword (normalized):
βαθύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυφυλλος
IDX:
7159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7160
Key:
βαθύφυλλος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-φυλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>φυλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φύλλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plane tree</Indic><Tr>thick with leaves</Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύφυλλος'}