Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
βαιός
βαίτη
βακίζω
View word page
βαθύ-σχοινος
βαθύσχοινοςονadjσχοῖνος of riversthick with reedsIl. hHom.

ShortDef

deep-grown with rushes

Debugging

Headword:
βαθύσχοινος
Headword (normalized):
βαθύσχοινος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσχοινος
IDX:
7157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7158
Key:
βαθύσχοινος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-σχοινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>σχοινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σχοῖνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of rivers</Indic><Tr>thick with reeds</Tr><Au>Il. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύσχοινος'}