Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
βαιός
βαίτη
View word page
βαθύ-στερνος
βαθύστερνοςονadjστέρνον of a liondeep-chestedPi.fig., of Earthdeep-bosomedPi.

ShortDef

deep-chested

Debugging

Headword:
βαθύστερνος
Headword (normalized):
βαθύστερνος
Headword (normalized/stripped):
βαθυστερνος
IDX:
7156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7157
Key:
βαθύστερνος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-στερνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>στερνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέρνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lion</Indic><Tr>deep-chested</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>fig., of Earth</Indic><Tr>deep-bosomed</Tr><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'βαθύστερνος'}