Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
βαιός
View word page
βαθύ-σπορος
βαθύσποροςονadjσπόρος of land, fieldssuitable for abundant sowingfertileE.

ShortDef

deep-sown, fruitful

Debugging

Headword:
βαθύσπορος
Headword (normalized):
βαθύσπορος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσπορος
IDX:
7155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7156
Key:
βαθύσπορος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land, fields</Indic><Def>suitable for abundant sowing</Def><Tr>fertile</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύσπορος'}