Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
βαίον
View word page
βαθύ-σκιος
βαθύσκιοςονadjσκιᾱ́ of a hollow, grove, mountainaffording deep shadevery shadyhHom. Lyr.adesp. Theoc.

ShortDef

deep-shaded

Debugging

Headword:
βαθύσκιος
Headword (normalized):
βαθύσκιος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσκιος
IDX:
7154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7155
Key:
βαθύσκιος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-σκιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>σκιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκιᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hollow, grove, mountain</Indic><Def>affording deep shade</Def><Tr>very shady</Tr><Au>hHom. Lyr.adesp. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύσκιος'}