Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχᾱος
βαθύχθων
βαίνω
View word page
βαθυ-σκαφής
βαθυσκαφήςέςadjσκάπτω of dust, i.e. the grounddug deepfor a burialS.

ShortDef

deep-dug

Debugging

Headword:
βαθυσκαφής
Headword (normalized):
βαθυσκαφής
Headword (normalized/stripped):
βαθυσκαφης
IDX:
7153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7154
Key:
βαθυσκαφής

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-σκαφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>σκαφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dust, i.e. the ground</Indic><Tr>dug deep<Expl>for a burial</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυσκαφής'}